Γιατί δεν ξεκινάω; 3 παράγοντες που χρειάζεται να γνωρίζουμε
Γιατί δεν ξεκινάω; 3 παράγοντες που πρέπει να γνωρίζουμε Γιατί δεν ξεκινάω; Είναι ένα ερώτημα που ακούγεται συχνά από εφήβους και νέους ενήλικες με ΔΕΠΥ, αλλά και από τους γονείς και εκπαιδευτικούς τους. Η απάντηση δεν βρίσκεται στην «τεμπελιά» ή στην «έλλειψη θέλησης», αλλά σε ένα σύνολο νευροβιολογικών και γνωστικών παραγόντων που επηρεάζουν καθοριστικά την κινητοποίηση. Σε αυτό το άρθρο θα δούμε 3 βασικούς παράγοντες που πρέπει να γνωρίζουμε, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε τη σχέση ανάμεσα στη ΔΕΠΥ και το κίνητρο. Η κινητοποίηση είναι μία από τις βασικότερες προκλήσεις για εφήβους και νέους ενήλικες με ΔΕΠΥ. Δεν πρόκειται απλώς για «έλλειψη θέλησης», αλλά για αποτέλεσμα ενός πολυπαραγοντικού μηχανισμού στον οποίο εμπλέκονται νευροβιολογικοί, γνωστικοί και συναισθηματικοί παράγοντες. Τρία βασικά στοιχεία που επηρεάζουν την κινητοποίηση Μια βιασύνη να γίνουν όλα χωρίς κόπο, εύκολα, γρήγορα και αποτελεσματικά. Νιώθω, λοιπόν, την ανάγκη να ξεκαθαρίσω όλο το θολό τοπίο της παρεξηγημένης έννοιας του “coaching”. Ο Διεθνής Οργανισμός Coaching (International Coaching Federation- ICF) ορίζει το coaching ως μια συνεργασία με τους ωφελούμενους (coachees) μέσα από μια δημιουργική διαδικασία που προκαλεί τη σκέψη και τους εμπνέει ώστε να μεγιστοποιήσουν την προσωπική και επαγγελματική τους δυναμική. Η διαδικασία αυτή συχνά ξεκλειδώνει αναξιοποίητες πηγές φαντασίας, παραγωγικότητας και ηγεσίας. Το coaching ΔΕΝ είναι ψυχοθεραπεία, αν και δανείζεται πολλά στοιχεία της θετικής ψυχολογίας. Μια βασική διαφορά με πολλές σχολές ψυχοθεραπείας είναι ότι το coaching εστιάζει στο εδώ και τώρα, καθώς και στο πώς θα επιτευχθούν μελλοντικοί στόχοι που θέτει ο coachee. Μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά με την ψυχοθεραπεία και πάντως, ένας coach οφείλει να παραπέμψει τον coachee του σε ειδικό ψυχικής υγείας αν αξιολογήσει ότι υπάρχουν βαθύτερα ψυχικά τραύματα του παρελθόντος που εμποδίζουν την εξέλιξή του προς τους στόχους που έχει βάλει. Επίσης, κάτι με το οποίο συγχέει συχνά ο κόσμος το coaching, είναι η συμβουλευτική. Όμως, ένας coach δεν καθοδηγεί, δε λέει τη γνώμη του, δε συναποφασίζει, δε συμβουλεύει τον coachee και χρειάζεται να είναι απαλλαγμένος από προκαταλήψεις που μπορεί άθελά του να λειτουργήσουν παρεμβατικά. Είναι παρών/ ούσα, δίνει χώρο, ακούει ενεργητικά και προκαλεί τη σκέψη μέσα από -κατά βάση- ανοιχτού τύπου ερωτήσεις και άλλες τεχνικές, καθώς και ειδικά εργαλεία, πάνω στα θέματα που φέρνει ο ίδιος ο πελάτης ως σημαντικά. Πολλοί αναγνωρίζουν τον αρχαίο Έλληνα Σωκράτη ως τον πρώτο “coach,” επειδή η διαδικασία που ακολουθεί ένας σύγχρονος coach θυμίζει τη μαιευτική μέθοδο. Κάτι ακόμα που ΔΕΝ είναι το coaching, είναι διδασκαλία και εκπαίδευση. Στη διάρκεια μιας συνεδρίας, ο coach δεν παρέχει πληροφορίες (εκτός από εξαιρέσεις, εφόσον ζητηθεί και πάντα έχοντας κατά νου την ατζέντα του ίδιου του πελάτη) και δεν εκπαιδεύει τον coachee να αποκτήσει μια νέα συμπεριφορά. Η διαδικασία του coaching, συνεπώς, κινείται από τον coachee. Είναι αυτός που ανακαλύπτει και αναδεικνύει όσα βρίσκονται μέσα του και με τη συνεισφορά του coach, όπως αυτή προκύπτει κατά τη διάρκεια μιας δομημένης συνεδρίας, αρχίζει να τα διαχειρίζεται με τρόπο που να είναι λειτουργικός, ώστε να πετύχει την αλλαγή που θέλει και αυτή η αλλαγή να διαρκέσει για όσο εξυπηρετεί τη ζωή του. Το ότι δεν ακολουθείται κάτι έτοιμο, αλλά το ίδιο το άτομο δημιουργεί την πραγματικότητά του, με βάση το τι λειτουργεί στη δική του ζωή, έχει μια δυσκολία, όμως διασφαλίζει ένα πιο στέρεο αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει έτοιμη συνταγή, αλλά αυτή η διαδρομή του ατόμου με τα πάνω της και τα κάτω της οδηγεί σε αυτογνωσία, ικανοποίηση, ενδυνάμωση, επίγνωση και αίσθημα επίτευξης. Ελπίζω να κατάφερα να δώσω κάποιες απαντήσεις στο ερώτημα που διατυπώνεται στον τίτλο αυτού του άρθρου και να σου είναι πλέον λίγο πιο ξεκάθαρο «τι είναι το coaching». Book a meeting ΔΩΡΕΑΝ ΡΑΝΤΕBΟΥ