eirinirabaouni.com

Uncategorized

Uncategorized

Γιατί δεν ξεκινάω; 3 παράγοντες που χρειάζεται να γνωρίζουμε

Γιατί δεν ξεκινάω; 3 παράγοντες που πρέπει να γνωρίζουμε Γιατί δεν ξεκινάω; Είναι ένα ερώτημα που ακούγεται συχνά από εφήβους και νέους ενήλικες με ΔΕΠΥ, αλλά και από τους γονείς και εκπαιδευτικούς τους. Η απάντηση δεν βρίσκεται στην «τεμπελιά» ή στην «έλλειψη θέλησης», αλλά σε ένα σύνολο νευροβιολογικών και γνωστικών παραγόντων που επηρεάζουν καθοριστικά την κινητοποίηση. Σε αυτό το άρθρο θα δούμε 3 βασικούς παράγοντες που πρέπει να γνωρίζουμε, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε τη σχέση ανάμεσα στη ΔΕΠΥ και το κίνητρο.  Η κινητοποίηση είναι μία από τις βασικότερες προκλήσεις για εφήβους και νέους ενήλικες με ΔΕΠΥ. Δεν πρόκειται απλώς για «έλλειψη θέλησης», αλλά για αποτέλεσμα ενός πολυπαραγοντικού μηχανισμού στον οποίο εμπλέκονται νευροβιολογικοί, γνωστικοί και συναισθηματικοί παράγοντες. Τρία βασικά στοιχεία που επηρεάζουν την κινητοποίηση Μια βιασύνη να γίνουν όλα χωρίς κόπο, εύκολα, γρήγορα και αποτελεσματικά. Νιώθω, λοιπόν, την ανάγκη να ξεκαθαρίσω όλο το θολό τοπίο της παρεξηγημένης έννοιας του “coaching”. Ο Διεθνής Οργανισμός Coaching (International Coaching Federation- ICF) ορίζει το coaching ως μια συνεργασία με τους ωφελούμενους (coachees) μέσα από μια δημιουργική διαδικασία που προκαλεί τη σκέψη και τους εμπνέει ώστε να μεγιστοποιήσουν την προσωπική και επαγγελματική τους δυναμική. Η διαδικασία αυτή συχνά ξεκλειδώνει αναξιοποίητες πηγές φαντασίας, παραγωγικότητας και ηγεσίας. Το coaching ΔΕΝ είναι ψυχοθεραπεία, αν και δανείζεται πολλά στοιχεία της θετικής ψυχολογίας. Μια βασική διαφορά με πολλές σχολές ψυχοθεραπείας είναι ότι το coaching εστιάζει στο εδώ και τώρα, καθώς και στο πώς θα επιτευχθούν μελλοντικοί στόχοι που θέτει ο coachee. Μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά με την ψυχοθεραπεία και πάντως, ένας coach οφείλει να παραπέμψει τον coachee του σε ειδικό ψυχικής υγείας αν αξιολογήσει ότι υπάρχουν βαθύτερα ψυχικά τραύματα του παρελθόντος που εμποδίζουν την εξέλιξή του προς τους στόχους που έχει βάλει. Επίσης, κάτι με το οποίο συγχέει συχνά ο κόσμος το coaching, είναι η συμβουλευτική. Όμως, ένας coach δεν καθοδηγεί, δε λέει τη γνώμη του, δε συναποφασίζει, δε συμβουλεύει τον coachee και χρειάζεται να είναι απαλλαγμένος από προκαταλήψεις που μπορεί άθελά του να λειτουργήσουν παρεμβατικά. Είναι παρών/ ούσα, δίνει χώρο, ακούει ενεργητικά και προκαλεί τη σκέψη μέσα από -κατά βάση- ανοιχτού τύπου ερωτήσεις και άλλες τεχνικές, καθώς και ειδικά εργαλεία, πάνω στα θέματα που φέρνει ο ίδιος ο πελάτης ως σημαντικά. Πολλοί αναγνωρίζουν τον αρχαίο Έλληνα Σωκράτη ως τον πρώτο “coach,” επειδή η διαδικασία που ακολουθεί ένας σύγχρονος coach θυμίζει τη μαιευτική μέθοδο. Κάτι ακόμα που ΔΕΝ είναι το coaching, είναι διδασκαλία και εκπαίδευση. Στη διάρκεια μιας συνεδρίας, ο coach δεν παρέχει πληροφορίες (εκτός από εξαιρέσεις, εφόσον ζητηθεί και πάντα έχοντας κατά νου την ατζέντα του ίδιου του πελάτη) και δεν εκπαιδεύει τον coachee να αποκτήσει μια νέα συμπεριφορά. Η διαδικασία του coaching, συνεπώς, κινείται από τον coachee. Είναι αυτός που ανακαλύπτει και αναδεικνύει όσα βρίσκονται μέσα του και με τη συνεισφορά του coach, όπως αυτή προκύπτει κατά τη διάρκεια μιας δομημένης συνεδρίας, αρχίζει να τα διαχειρίζεται με τρόπο που να είναι λειτουργικός, ώστε να πετύχει την αλλαγή που θέλει και αυτή η αλλαγή να διαρκέσει για όσο εξυπηρετεί τη ζωή του. Το ότι δεν ακολουθείται κάτι έτοιμο, αλλά το ίδιο το άτομο δημιουργεί την πραγματικότητά του, με βάση το τι λειτουργεί στη δική του ζωή, έχει μια δυσκολία, όμως διασφαλίζει ένα πιο στέρεο αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει έτοιμη συνταγή, αλλά αυτή η διαδρομή του ατόμου με τα πάνω της και τα κάτω της οδηγεί σε αυτογνωσία, ικανοποίηση, ενδυνάμωση, επίγνωση και αίσθημα επίτευξης. Ελπίζω να κατάφερα να δώσω κάποιες απαντήσεις στο ερώτημα που διατυπώνεται στον τίτλο αυτού του άρθρου και να σου είναι πλέον λίγο πιο ξεκάθαρο «τι είναι το coaching». Book a meeting ΔΩΡΕΑΝ ΡΑΝΤΕBΟΥ

Uncategorized

Ο Εγκέφαλος που Αλλάζει: Η Δύναμη της Νευροπλαστικότητας

Ο Εγκέφαλος που Αλλάζει: Η Δύναμη της Νευροπλαστικότητας Ο εγκέφαλός μας μοιάζει με έναν τεράστιο χάρτη γεμάτο διαδρομές. Κάποιες είναι πλατιές λεωφόροι, διαμορφωμένες από συνήθειες και επαναλαμβανόμενες σκέψεις. Άλλες είναι στενά, δύσβατα μονοπάτια που δύσκολα τα πλησιάζεις. Η νευροπλαστικότητα μάς διδάσκει ότι, ανεξαρτήτως ηλικίας, μπορούμε να χαράξουμε νέους δρόμους και να δημιουργήσουμε καινούριες διαδρομές σκέψης, συμπεριφοράς και συναισθηματικής διαχείρισης. Παραδείγματα εφαρμογής της ιδέας της νευροπλαστικότητας στην πράξη Διαχείριση Συγκέντρωσης σε ένα Παιδί με ΔΕΠΥ:Όταν η συγκέντρωση μοιάζει ακατόρθωτη, αντί να επιμένουμε για μακρές περιόδους μελέτης, ξεκινάμε από μικρά βήματα: 5 λεπτά εστίασης και μετά ένα σύντομο διάλειμμα. Με την επανάληψη, ο εγκέφαλος εκπαιδεύεται να αντέχει μεγαλύτερα διαστήματα συγκέντρωσης. Έτσι, σταδιακά χτίζεται μια νέα συνήθεια. Σημείωση: Σε ορισμένες περιπτώσεις, η υποστήριξη μπορεί να περιλαμβάνει και φαρμακευτική ενίσχυση, πάντα με αξιολόγηση και συνταγογράφηση από ειδικό ψυχικής υγείας- παιδοψυχίατρο. Αυτό, όταν κριθεί απαραίτητο, βοηθά το παιδί να έχει καλύτερη διαθεσιμότητα προσοχής και να αξιοποιεί πιο αποτελεσματικά τις στρατηγικές που εφαρμόζονται στην καθημερινότητα. Διαχείριση Άγχους σε Προκλήσεις:Όταν μια αγχωτική κατάσταση πλησιάζει, όπως η ανάγκη για μια δύσκολη συζήτηση ή μια δημόσια παρουσίαση, η στρατηγική είναι να ξεκινάμε από το εφικτό. Μικρά βήματα δράσης, όπως να μιλήσουμε για λίγο ή να προετοιμάσουμε απλώς λίγες βασικές φράσεις, χτίζουν σιγά σιγά την αυτοπεποίθηση. Κάθε επιτυχημένη μικρή εμπειρία γίνεται μια νέα «νευρική σύνδεση» που ενισχύει την αίσθηση ικανότητας. Διαχείριση Έντονων Συναισθημάτων σε Δύσκολες Στιγμές:Όταν ένα παιδί εκδηλώνει έντονο θυμό, η συνήθης αυτόματη αντίδρασή μας μπορεί να είναι η ένταση ή η επίκριση. Αλλάζοντας, όμως, συνειδητά την προσέγγιση — με μια παύση, μια βαθιά ανάσα και μια πιο ήρεμη φράση — δημιουργούμε νέο τρόπο ανταπόκρισης. Με επανάληψη, αυτός ο νέος τρόπος αντίδρασης γίνεται, το νέο default, η νέα «προεπιλογή» του εγκεφάλου. Πώς μπορεί να βοηθήσει το coaching Η θεωρία από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζεται πρακτική εφαρμογή και συνέπεια για να γίνουν οι μικρές αλλαγές… μόνιμες. Το coaching λειτουργεί ως πολύτιμη υποστήριξη σε αυτή τη διαδικασία, καθώς: Βοηθά να εντοπίσεις τι σε δυσκολεύει, καθώς και ποια βήματα είναι ρεαλιστικά και εφαρμόσιμα.  Προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο, ώστε να παραμείνεις προσηλωμένος στους στόχους σου, ακόμα και όταν η αλλαγή φαντάζει δύσκολη. Ενισχύει την επίγνωση και σου δίνει τα εργαλεία να εφαρμόζεις νέες στρατηγικές στη σκέψη, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές, παρέχοντας ασφαλή χώρο ανατροφοδότησης. Είτε πρόκειται για ενίσχυση της συγκέντρωσης, καλύτερη διαχείριση συναισθηματικών εντάσεων ή ανάπτυξη νέων τρόπων επικοινωνίας, το coaching μπορεί να γίνει ο κρίκος που φέρνει τη θεωρία στην πράξη και ενεργοποιεί τις δυνατότητες του εγκεφάλου για αλλαγή. Ο εγκέφαλος αλλάζει όταν του δίνουμε την ευκαιρία Όχι μέσα από μεγάλες υποσχέσεις ή -απαραίτητα- απότομες αλλαγές, αλλά μέσα από μικρές, σταθερές επαναλήψεις. Κάθε φορά που επιλέγουμε μια νέα, υγιέστερη συμπεριφορά ή σκέψη, ενισχύουμε νέες νευρικές συνάψεις. Και όσο περισσότερο περπατάμε αυτά τα «νέα μονοπάτια», τόσο πιο εύκολα τα βρίσκουμε μπροστά μας όταν τα χρειαζόμαστε. Δεν είναι ποτέ αργά. Και το σημαντικότερο; Αρκεί ακόμα και ένα βήμα τη φορά, ακόμα κι αν δεν είναι τέλειο. Book a meeting ΔΩΡΕΑΝ ΡΑΝΤΕBΟΥ

Uncategorized

Υπερδιάγνωση ή Βελτιωμένη Αναγνώριση της ΔΕΠΥ;

Υπερδιάγνωση ή Βελτιωμένη Αναγνώριση της ΔΕΠΥ; Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) είναι μια από τις πιο διαδεδομένες νευροαναπτυξιακές διαταραχές παγκοσμίως. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική αύξηση στις διαγνώσεις της ΔΕΠΥ, γεγονός που γεννά το ερώτημα: Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα φαινόμενο υπερδιάγνωσης ή με μια βελτιωμένη αναγνώριση και κατανόηση της διαταραχής; Τι δείχνουν τα στοιχεία; Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), το 2022 περίπου 7 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας 3–17 ετών είχαν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ, σημειώνοντας αύξηση κατά 1 εκατομμύριο σε σύγκριση με το 2016. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται και σε ευρωπαϊκές χώρες, αν και με διαφορετικές διαγνωστικές πρακτικές. Ενδείξεις υπερδιάγνωσης Μελέτες υψηλής επιστημονικής εγκυρότητας επισημαίνουν ορισμένα ανησυχητικά φαινόμενα: Ηλικία στην τάξη: Παιδιά που είναι τα μικρότερα ηλικιακά στην τάξη τους διαγιγνώσκονται συχνότερα με ΔΕΠΥ. Μια συστηματική ανασκόπηση στο BMJ Open (2019) υπογράμμισε ότι η ανωριμότητα συχνά παρερμηνεύεται ως παθολογική συμπεριφορά, οδηγώντας σε περιττές διαγνώσεις. Διεύρυνση διαγνωστικών κριτηρίων: Η μετάβαση από το DSM-IV στο DSM-5 χαλάρωσε ορισμένα από τα διαγνωστικά κριτήρια, με αποτέλεσμα να διαγιγνώσκονται περιπτώσεις που στο παρελθόν δεν θα θεωρούνταν ΔΕΠΥ. Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες: Έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Journal of Learning Disabilities (2022) έδειξε ότι τα λευκά παιδιά σε ευνοημένες κοινότητες διαγιγνώσκονται συχνότερα με ήπια μορφή ΔΕΠΥ, γεγονός που αποδίδεται σε κοινωνικές προκαταλήψεις και ευκολότερη πρόσβαση σε διαγνωστικές υπηρεσίες. Παράγοντες Βελτιωμένης Αναγνώρισης της ΔΕΠΥ Ωστόσο, η αύξηση των διαγνώσεων δεν ερμηνεύεται αποκλειστικά ως υπερδιάγνωση. Σημαντικές εξελίξεις στον τομέα της ψυχικής υγείας και της κοινωνίας έχουν οδηγήσει στη βελτιωμένη κατανόηση της διαταραχής: Αυξημένη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού. Μείωση του κοινωνικού στίγματος γύρω από τις ψυχικές διαταραχές. Αναγνώριση της ΔΕΠΥ στους ενήλικες. Η επιστημονική κοινότητα έχει πλέον αναγνωρίσει ότι η ΔΕΠΥ δεν αφορά αποκλειστικά παιδιά, αλλά μπορεί να επιμείνει και στην ενήλικη ζωή. (Columbia University Psychiatry) Βελτίωση της εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας και ενίσχυση των διαγνωστικών εργαλείων.    Υπερδιάγνωση ή βελτιωμένη κατανόηση; Καταλαβαίνουμε από τα παραπάνω ότι η απάντηση δεν είναι απλή. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται υπερδιάγνωση, κυρίως λόγω κοινωνικών, πολιτισμικών και εκπαιδευτικών παραγόντων. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ταυτόχρονα έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην κατανόηση της ΔΕΠΥ και την αναγνώρισή της σε πληθυσμούς που στο παρελθόν ήταν «αόρατοι» για το σύστημα υγείας. Το βέβαιο είναι ότι οι διαγνώσεις πρέπει να βασίζονται σε αυστηρά τεκμηριωμένα κριτήρια, ενώ η εκπαίδευση γονέων, εκπαιδευτικών και επαγγελματιών υγείας παραμένει κρίσιμη για την αποφυγή τόσο της υπερδιάγνωσης όσο και της υποδιάγνωσης. Book a meeting ΔΩΡΕΑΝ ΡΑΝΤΕBΟΥ

Uncategorized

«Δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχει»: Ανακαλύπτοντας το θετικό πρόσωπο της ΔΕΠΥ στην εφηβεία

«Δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχει»: Ανακαλύπτοντας το θετικό πρόσωπο της ΔΕΠΥ στην εφηβεία Πρόσφατα μίλησα με μια έφηβη 15 χρονών, διαγνωσμένη, από παιδοψυχίατρο, με ΔΕΠΥ. Τη ρώτησα ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζει. Η απάντηση ήρθε άμεσα: «Να μου νευριάζουν ή να τσακώνομαι, επειδή αφαιρούμαι, χάνομαι στις σκέψεις μου, και μπορεί να μην ακούω. Είναι ήδη τόσο έντονα τα συναισθήματα… Οπότε να τσακώνεσαι με ανθρώπους που αγαπάς, για κάτι που δεν κάνεις επίτηδες, το κάνει πολύ πιο δύσκολο». Στη συνέχεια τη ρώτησα τι είναι αυτό που απολαμβάνει περισσότερο ως άτομο με ΔΕΠΥ. Εκεί δίστασε. «Δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχει», μου είπε. Μου περιέγραψε μερικά στοιχεία, αλλά με αβεβαιότητα. Δεν ήξερε αν ήταν πράγματι χαρίσματα συνδεδεμένα με τη ΔΕΠΥ της ή απλώς κάτι που συμβαίνει τυχαία.  Αυτή η στιγμή ανέδειξε κάτι μεγαλύτερο: Πόσο δύσκολο είναι για έναν έφηβο με ΔΕΠΥ να αναγνωρίσει τις δυνατότητές του, όταν το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας εστιάζει σε αυτό που δεν πηγαίνει “καλά”. Όταν η ενίσχυση περιστρέφεται γύρω από το τι πρέπει να διορθωθεί, αντί για το τι μπορεί να αξιοποιηθεί. Η ΔΕΠΥ δεν είναι μόνο διάσπαση, παρορμητικότητα, ή ένταση. Είναι, επίσης, φαντασία, συναισθηματικό βάθος, δημιουργικότητα, σύνδεση, επιμονή όταν κάτι έχει νόημα. Είναι τρόπος να βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά. Όχι χωρίς δυσκολίες — αλλά με πτυχές που μπορούν να ανθίσουν, αν τις αναγνωρίσει και ο ίδιος ο έφηβος. Το coaching με εφήβους που έχουν ΔΕΠΥ δεν είναι «διορθωτικό». Είναι μια διαδικασία εξερεύνησης: – Ποιος είμαι πέρα από τις δυσκολίες;– Πότε λειτουργώ καλύτερα;– Τι με κάνει να νιώθω ικανός/ή;– Πώς μπορώ να χτίσω πάνω σε αυτό;   Έχω δει εφήβους να ανακαλύπτουν ότι η ενσυναίσθησή τους είναι πηγή δύναμης.Να βρίσκουν τρόπους να διαχειρίζονται την παρορμητικότητα με χιούμορ και ειλικρίνεια.Να αξιοποιούν τη γρήγορη σκέψη τους σε δημιουργικά project ή στη σύνδεση με άλλους. Η ερώτηση δεν είναι μόνο «πώς να μειώσουμε τη δυσκολία», αλλά και:Πώς να ενισχύσουμε αυτό που ήδη υπάρχει;Πώς να δώσουμε φωνή σε αυτό που ίσως δεν έχει ερωτηθεί ποτέ; Γιατί όταν ένας/μια έφηβος με ΔΕΠΥ βλέπει τον εαυτό του/της ολοκληρωμένα, δεν αποφεύγει απλώς τη σύγκρουση ή την απόσυρση.Αποκτά πυξίδα. Και αυτό από μόνο του, αλλάζει πολλά. Book a meeting ΔΩΡΕΑΝ ΡΑΝΤΕBΟΥ

Uncategorized

Ενθαρρύνω ή διευκολύνω;

Ενθαρρύνω ή διευκολύνω; Όταν ένα παιδί δυσκολεύεται, η πρώτη μας σκέψη και, ίσως, κίνηση είναι να το βοηθήσουμε. Να του κρατήσουμε τον δρόμο ανοιχτό, να του βγάλουμε τα εμπόδια από μπροστά. Αυτό το κάνουμε με φροντίδα. Και το λέμε “αγάπη”. Η προέλευση αυτής της στάσης ακουμπά, συνήθως, σε ένα τρυφερό συναίσθημα για τα πιο σημαντικά πλάσματα που έχουμε στη ζωή μας. Όμως, για όλα τα παιδιά, και ειδικότερα στην περίπτωση παιδιών με ΔΕΠΥ, η καλοπροαίρετη διευκόλυνση μπορεί να λειτουργήσει… σαν παγίδα. Γιατί το “θα το κάνω εγώ για σένα” υπάρχει περίπτωση, χωρίς να το καταλάβουμε να γίνει “δεν μπορείς να το κάνεις μόνος σου”. Διευκολύνω σημαίνει: πριν από σένα, για σένα. Σου φτιάχνω την κασετίνα, την τσάντα, το δωμάτιο, το πρόγραμμα. Επειδή εσύ δεν μπορείς. Ή δεν μπορείς αρκετά γρήγορα ή αρκετά «σωστά». Ή επειδή… δεν αντέχω να σε δω να δυσκολεύεσαι. Η πρόθεση συχνά είναι καλή. Αλλά το μήνυμα που μπορεί να πάρει το παιδί εκείνη τη στιγμή είναι: “Χωρίς εμένα, δεν τα καταφέρνεις”. Όταν, δε, ο λόγος είναι η δική μας πίεση χρόνου, το δικό μας άγχος, η δική μας ανάγκη να γίνουν τα πράγματα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αν παρατηρήσουμε τους εαυτούς μας, θα διαπιστώσουμε πως κάθε προτροπή συνοδεύεται από έντονο τόνο, αποδοκιμαστικό ύφος ή πιο απότομες κινήσεις. Έτσι εντείνεται η αίσθηση του παιδιού ότι δεν μπορεί. Σιγά σιγά, αυτό εσωτερικοποιείται και το παιδί αποκτά μια διαστρεβλωμένη εικόνα σε σχέση με τις πραγματικές του δυνατότητες. Στον αντίποδα, ενθαρρύνω σημαίνει: μαζί με σένα, για σένα. Σου δίνω χώρο, σου δείχνω ότι εμπιστεύομαι τη δυνατότητά σου να ανακαλύψεις τα εργαλεία που σου ταιριάζουν για να χτίσεις. Σου επιτρέπω να αποτύχεις και να ξαναπροσπαθήσεις. Και είμαι δίπλα σου — όχι μπροστά σου, ούτε από πάνω σου. Η ενθάρρυνση απαιτεί υπομονή. Αντοχή στη δυσφορία του άλλου. Πίστη στο ότι η αυτονομία χτίζεται από μέσα προς τα έξω. Γιατί είναι ιδιαιτέρως σημαντικό αυτό ειδικά στα παιδιά με ΔΕΠΥ; Επειδή, τα παιδιά με ΔΕΠΥ έχουν μάθει συχνά να ακούνε: “Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί” “Ξεχνάει τα πάντα” “Δεν έχει καλή οργάνωση” Αντί να τους προσφέρουμε έτοιμες λύσεις, αξίζει να τους προσφέρουμε υποστήριξη για να βρουν τις δικές τους. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι τα αφήνουμε μόνα. Σημαίνει ότι δεν τους αφαιρούμε την ευκαιρία να μάθουν. Ενθάρρυνση δεν είναι “άφησέ τον να τα βγάλει πέρα”. Είναι: “Είμαι εδώ. Θα το κάνεις εσύ και είμαι κοντά σου, όσο προσπαθείς για να το καταφέρεις.”  Αυτό δεν είναι μόνο μια θεωρητική στάση — μπορεί να γίνει και πράξη. Βεβαίως, όχι από τη μια μέρα στην άλλη. Υπάρχουν τρόποι και στρατηγικές που μπορούμε να εφαρμόσουμε στην καθημερινότητα, για να υποστηρίξουμε τα παιδιά να καλλιεργήσουν σταδιακά τις δεξιότητες που χρειάζονται.Από το πώς οργανώνουμε το περιβάλλον, μέχρι τον τρόπο που κάνουμε ερωτήσεις, η ενθάρρυνση μπορεί να γίνει κάτι πρακτικό και εφαρμόσιμο, όχι μόνο ιδέα. Είναι μια απόφαση ότι, όσο τα παιδιά μας μεγαλώνουν, εμείς έχουμε τον ρόλο του β’ βιολιού. Και αυτό, τελικά, είναι το πιο δυνατό μήνυμα που μπορούμε να τους δώσουμε: Ότι εμπιστευόμαστε ποιοι είναι και ποιοι μπορούν να γίνουν. Έτσι τα βλέπουμε να ανθίζουν. Book a meeting ΔΩΡΕΑΝ ΡΑΝΤΕBΟΥ

Uncategorized

Τι είναι η ΔΕΠΥ (ADHD);

Τι είναι η ΔΕΠΥ (ADHD); Παρακάτω επιχειρείται μια βασική περιγραφή του τι είναι η ΔΕΠΥ (ADHD). Φυσικά το συγκεκριμένο κείμενο δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο διαγνωστικό εργαλείο, απλώς είναι μια προσπάθεια να παρουσιαστούν τα στοιχεία που μπορούν να βοηθήσουν γονείς και εκπαιδευτικούς να αναγνωρίσουν μια συνθήκη και να απευθυνθούν στους κατάλληλους ειδικούς. Η ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας) είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που εμφανίζεται συχνά στην παιδική ηλικία και μπορεί να συνεχιστεί στην ενήλικη ζωή. Χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στη συγκέντρωση, παρορμητική συμπεριφορά και υπερκινητικότητα, οι οποίες επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του ατόμου σε πολλαπλούς τομείς, όπως το σχολείο, η εργασία και οι κοινωνικές σχέσεις. Η ακριβής αιτία της ΔΕΠΥ δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά φαίνεται να σχετίζεται με γενετικούς, νευροβιολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Βασικές Αρχές της ΔΕΠΥ: Ελλειμματική προσοχή: Δυσκολία στην παρακολούθηση λεπτομερειών, έλλειψη συγκέντρωσης σε παρατεταμένες δραστηριότητες και συχνή αφηρημάδα. Παρορμητικότητα: Έλλειψη ελέγχου στη λήψη αποφάσεων, διακοπή άλλων ατόμων στη συνομιλία και δυσκολία στην αναμονή. Υπερκινητικότητα: Συνεχής ανάγκη για κίνηση, αδυναμία παραμονής σε μια θέση και νευρικότητα. Διαγνωστικά Κριτήρια (σύμφωνα με το DSM-5): Για τη διάγνωση απαιτείται η παρουσία συμπτωμάτων σε δύο ή περισσότερα περιβάλλοντα (π.χ. σχολείο, εργασία, σπίτι) και η επίδρασή τους στη λειτουργικότητα του ατόμου. Οι κύριες κατηγορίες περιλαμβάνουν: Ενδεικτικά συμπτώματα έλλειψης προσοχής (τουλάχιστον 6 για παιδιά ή 5 για ενήλικες, για διάστημα άνω των 6 μηνών): Συχνά δεν δίνει σημασία στις λεπτομέρειες ή κάνει λάθη απροσεξίας. Δείχνει έλλειψη συγκέντρωσης σε δραστηριότητες. Φαίνεται να μην ακούει όταν του μιλούν. Δεν ακολουθεί οδηγίες και δεν ολοκληρώνει εργασίες. Δυσκολεύεται στην οργάνωση. Αποφεύγει ή δυσφορεί σε δραστηριότητες που απαιτούν πνευματική προσπάθεια. Συχνά χάνει αντικείμενα. Αποσπάται εύκολα από εξωτερικά ερεθίσματα. Ξεχνά καθημερινές δραστηριότητες.   2. Ενδεικτικά συμπτώματα υπερκινητικότητας/ παρορμητικότητας (τουλάχιστον 6 για παιδιά ή 5 για ενήλικες, για διάστημα άνω των 6 μηνών): Συχνά κουνά τα χέρια ή τα πόδια ή στριφογυρίζει στην καρέκλα. Σηκώνεται όταν πρέπει να μείνει καθιστός. Τρέχει ή σκαρφαλώνει σε ακατάλληλες καταστάσεις. Αδυνατεί να παίξει ήσυχα. Συχνά δείχνει ότι είναι “σε κίνηση”. Μιλά υπερβολικά. Διακόπτει ή ενοχλεί άλλους. Δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του. Η διάγνωση γίνεται από ειδικό (κλινικό ψυχολόγο, παιδοψυχίατρο ή νευρολόγο) μέσω συνεντεύξεων, σταθμισμένων ερωτηματολογίων και παρατήρησης της συμπεριφοράς του ατόμου. Book a meeting ΡΑΝΤΕBΟΥ

Uncategorized

Τι είναι το Coaching;

Τι είναι το Coaching; «Δεν έχω καταλάβει τι κάνεις ακριβώς» «Είσαι κάτι σαν ψυχολόγος;» «Μπορείς να με βοηθήσεις, να μου πεις τι να κάνω;» Κάποιες από τις φράσεις που ακούω πολύ συχνά! Εδώ που τα λέμε το «coaching», ως έννοια στην Ελλάδα, εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται από μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού σαν μια -ας μου επιτραπεί η έκφραση- «αμερικανιά». Αυτό το νιώθω ξεκάθαρα στις αντιδράσεις και τη μη- λεκτική έκφραση των ανθρώπων, όταν με ρωτούν «με τι ασχολείσαι;» και λέω «είμαι coach». Επιπλέον, σε συνδυασμό με το ελληνικό «ό,τι δηλώσεις, είσαι», αρκετές φορές παρουσιάζεται από κάποια, όχι επαρκώς εκπαιδευμένα, άτομα: σαν μια εκδοχή τοξικής θετικότητας: σταμάτα να αγχώνεσαι, να στενοχωριέσαι, να θυμώνεις κ.ο.κ., την ίδια στιγμή που για παράδειγμα η δύσκολη παγκόσμια συνθήκη, τα όσα συμβαίνουν στη χώρα σου ή πολλά κομμάτια της σχέσης σου με τον/ την σύντροφό σου σε «ρίχνουν» καθημερινά, ή σαν μια λίστα συμβουλών που στερούνται τη σύνδεση με την πραγματικότητα: 3, 5, 10 τρόποι για να γίνεις ευτυχισμένος, επιτυχημένος, ήρεμος… και η λίστα έχει τόσες λέξεις όσες και οι επιθυμίες των ανθρώπων, χωρίς οι τρόποι που καλούνται να εφαρμόσουν να συνάδουν με το ποιοι πραγματικά είναι αυτοί οι άνθρωποι. Μια βιασύνη να γίνουν όλα χωρίς κόπο, εύκολα, γρήγορα και αποτελεσματικά. Νιώθω, λοιπόν, την ανάγκη να ξεκαθαρίσω όλο το θολό τοπίο της παρεξηγημένης έννοιας του “coaching”. Ο Διεθνής Οργανισμός Coaching (International Coaching Federation- ICF) ορίζει το coaching ως μια συνεργασία με τους ωφελούμενους (coachees) μέσα από μια δημιουργική διαδικασία που προκαλεί τη σκέψη και τους εμπνέει ώστε να μεγιστοποιήσουν την προσωπική και επαγγελματική τους δυναμική. Η διαδικασία αυτή συχνά ξεκλειδώνει αναξιοποίητες πηγές φαντασίας, παραγωγικότητας και ηγεσίας. Το coaching ΔΕΝ είναι ψυχοθεραπεία, αν και δανείζεται πολλά στοιχεία της θετικής ψυχολογίας. Μια βασική διαφορά με πολλές σχολές ψυχοθεραπείας είναι ότι το coaching εστιάζει στο εδώ και τώρα, καθώς και στο πώς θα επιτευχθούν μελλοντικοί στόχοι που θέτει ο coachee. Μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά με την ψυχοθεραπεία και πάντως, ένας coach οφείλει να παραπέμψει τον coachee του σε ειδικό ψυχικής υγείας αν αξιολογήσει ότι υπάρχουν βαθύτερα ψυχικά τραύματα του παρελθόντος που εμποδίζουν την εξέλιξή του προς τους στόχους που έχει βάλει. Επίσης, κάτι με το οποίο συγχέει συχνά ο κόσμος το coaching, είναι η συμβουλευτική. Όμως, ένας coach δεν καθοδηγεί, δε λέει τη γνώμη του, δε συναποφασίζει, δε συμβουλεύει τον coachee και χρειάζεται να είναι απαλλαγμένος από προκαταλήψεις που μπορεί άθελά του να λειτουργήσουν παρεμβατικά. Είναι παρών/ ούσα, δίνει χώρο, ακούει ενεργητικά και προκαλεί τη σκέψη μέσα από -κατά βάση- ανοιχτού τύπου ερωτήσεις και άλλες τεχνικές, καθώς και ειδικά εργαλεία, πάνω στα θέματα που φέρνει ο ίδιος ο πελάτης ως σημαντικά. Πολλοί αναγνωρίζουν τον αρχαίο Έλληνα Σωκράτη ως τον πρώτο “coach,” επειδή η διαδικασία που ακολουθεί ένας σύγχρονος coach θυμίζει τη μαιευτική μέθοδο. Κάτι ακόμα που ΔΕΝ είναι το coaching, είναι διδασκαλία και εκπαίδευση. Στη διάρκεια μιας συνεδρίας, ο coach δεν παρέχει πληροφορίες (εκτός από εξαιρέσεις, εφόσον ζητηθεί και πάντα έχοντας κατά νου την ατζέντα του ίδιου του πελάτη) και δεν εκπαιδεύει τον coachee να αποκτήσει μια νέα συμπεριφορά. Η διαδικασία του coaching, συνεπώς, κινείται από τον coachee. Είναι αυτός που ανακαλύπτει και αναδεικνύει όσα βρίσκονται μέσα του και με τη συνεισφορά του coach, όπως αυτή προκύπτει κατά τη διάρκεια μιας δομημένης συνεδρίας, αρχίζει να τα διαχειρίζεται με τρόπο που να είναι λειτουργικός, ώστε να πετύχει την αλλαγή που θέλει και αυτή η αλλαγή να διαρκέσει για όσο εξυπηρετεί τη ζωή του. Το ότι δεν ακολουθείται κάτι έτοιμο, αλλά το ίδιο το άτομο δημιουργεί την πραγματικότητά του, με βάση το τι λειτουργεί στη δική του ζωή, έχει μια δυσκολία, όμως διασφαλίζει ένα πιο στέρεο αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει έτοιμη συνταγή, αλλά αυτή η διαδρομή του ατόμου με τα πάνω της και τα κάτω της οδηγεί σε αυτογνωσία, ικανοποίηση, ενδυνάμωση, επίγνωση και αίσθημα επίτευξης. Ελπίζω να κατάφερα να δώσω κάποιες απαντήσεις στο ερώτημα που διατυπώνεται στον τίτλο αυτού του άρθρου και να σου είναι πλέον λίγο πιο ξεκάθαρο «τι είναι το coaching». Book a meeting ΔΩΡΕΑΝ ΡΑΝΤΕBΟΥ

Κύλιση στην κορυφή